- περιΐπταμαι
- уст. 1. μετ. летать (над чём-л., вокруг чего-л.); облетать (вокруг чего-л.);2. αμετ. летать, кружить, порхать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιίπταμαι — περϊίπταμαι , περιπέτομαι fly around pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιίπταμαι — ΝΜΑ πετώ επάνω και γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἵπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
αμφιποτάομαι — ἀμφιποτάομαι (Α) (για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ποτάομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
μεταθέω — (Α) 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ 2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.) 3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω 4. τρέχω εδώ και εκεί 5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από… … Dictionary of Greek
περιποτώμαι — άομαι, Α (ποιητ. τ.) πετώ ολόγυρα, πετώ επάνω και γύρω από κάτι, περιίπταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποτῶμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
συμπεριίπταμαι — Α [περιίπταμαι] πετώ εδώ και εκεί μαζί με άλλον … Dictionary of Greek